ὀσμύλος

ὀσμύλος
ὀσμύλ-ος (parox.), , = foreg., Id. ap. Ath.7.318e, Ael.NA5.44, Opp.H.1.307,310.
II v. l. for μορμύρος, Arist.HA570b20, cf. Ael.NA9.45.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οσμύλος — Γένος νευρόπτερων εντόμων της οικογένειας των ημεροβιιδών. Είναι μεγάλα ωραία έντομα, που ζουν σε εύκρατες και θερμές χώρες. Έχουν στικτά δαντελλωτά φτερά και ζουν κοντά σε τρεχούμενα νερά, κάτω από φύλλα. Ο ο. ο στικτός αφθονεί στην κεντρική… …   Dictionary of Greek

  • ὀσμύλους — ὄσμυλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσμύλιον — ὀσμύλιον, τὸ (Α) [οσμύλος] 1. υποκορ. τού οσμύλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄζαινα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”